-
1 ἐπί-κλην
ἐπί-κλην, adv., von ἐπικαλέω abgeleitet; aber Hesych. erkl. ἐπίκλη durch ἐπίκλησις u. ἐπωνυμία, wofür Ep. ad. 190 ( App. 239) δῶρον Ἀπόλλωνος ϑεῖον ἔχων ἐπίκλην zu sprechen scheint; vgl. Plat. Tim. 38 c ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά, mit der v. l. ἐπίκλησιν; sonst ἐπίκλην λέγεσϑαι, καλεῖσϑαι, mit Zunamen benannt, zubenannt werden, Phil. 48 c Tim. 58 d; τοὔνομα ἡ ἀσπαλιευτικἡ ἐπίκλην γέγονε Soph. 221 c; Sp., wie ἐς τὸν τοῦ Αὐγούστου ἐπίκλην λιμένα D. Cass. 75, 16; Δίφιλος ὁ Λαβύρινϑος ἐπ. Luc. conv. 6. – Dem Namen nach, Apolld. 3, 13, 4.
-
2 επικλην
adv. [καλέω] по имени(Δίφιλος ὅ Λαβύρινθος ἐ. Luc.)
ἐ. ἔχειν, λέγεσθαι или καλεῖσθαι Plat. — быть названным, именоваться
См. также в других словарях:
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek